ανακτώμαι — ανακτώμαι, ανακτήθηκα, ανακτημένος βλ. πίν. 61 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανάκτηση — η (Α ἀνάκτησις) [ἀνακτῶμαι] η εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτηση αρχ. ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση … Dictionary of Greek
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
προανακτώμαι — άομαι, Α [ἀνακτῶμαι] ανακτώ εκ τών προτέρων κάτι που έχασα … Dictionary of Greek
καταπατούμαι — καταπατούμαι, καταπατήθηκα, καταπατημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: καταπατούμαι : απαντάται ορισμένες φορές και η κλίση κατά το ανακτώμαι (βλ. πίν. 61 ) ή το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής